Το βραβευμένο σχολείο μας
Από τα πρώτα 25 σχολεία που ιδρύθηκαν στο Ν. Ρεθύμνου ήταν του Φουρφουρά, αφού ιδρύθηκε το 1850. ##
Σ' αυτό φοιτούσαν παιδιά από το Βιζάρι, τα Πλατανιά και τις Κουρούτες.
Το 1889 αναγνωρίστηκε ως Α/θμιο και επανιδρύθηκε το 1899 επί Κρητικής πολιτείας ως διτάξιο, με το πρώτο κτίριο να χτίζεται το ίδιο έτος, κοντά στο νεκροταφείο και προς το Βιζάρι.
Το 1900-1927 κατά καιρούς λειτούργησε και κατώτατο παρθεναγωγείο σε σπίτια και στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής.
Οι πρώτοι δάσκαλοι που δίδαξαν ήταν το 1850-1869 ο Αστρινός Χαλκιαδάκης, 1869-1880 Κωνσταντίνος Μανωλιτσάκης, 1880-1895 Στέλιος Καραμπασάκις (από Βιζάρι)
Το 1931 χτίστηκε το νέο κτίριο και στο οποίο φοιτούσαν το 1940 οι περισσότεροι μαθητές (95) με δασκάλους τους Νίκο Ψαρουδάκη (Αποδούλου) και Μαρία Σημαντήρα.
Το σχολείο τώρα είναι 4/θέσιο και στο οποίο φοιτούν 45 μαθητές απ' όλα τα γύρω χωριά (αφού υπάρχουν συνολικά στο Δήμο Αμαρίου άλλα δύο, Αποστόλων και Πλατάνου).
Με πρωτοπόρο τον διευθυντή Άγγελο Πατσιά (2011-2015) και σε συνεργασία με τους Γιάννη Μανωλακάκη και την Γιούλη Μποσδελεκίδου εφαρμόζει μια ξεχωριστή μεθοδολογία και δίνει στα παιδιά αρκετές πρωτοβουλίες και εμπειρίες, μ' ενασχολήσεις και αυτοδημιουργίες, ώστε μα αποκαλειται το σχολείο της «Φύσης και Χρωμάτων».
## Αναδημοσίευση από τα ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, του Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη
“Την πρώτη φορά που πήγα στο Φουρφουρά, χάθηκα» μου λέει ο Άγγελος Πατσιάς, ο διευθυντής του σχολείου. «Οι οδηγίες που μου είχαν δώσει ήταν οι εξής: “Όπου βρεις σταυροδρόμι, αριστερά”. Ταμπέλες δεν υπήρχαν, οπότε δεν ήξερα πού πάω. Αλλά το τοπίο ήταν φανταστικό. Δυο χρόνια μετά δεν το έχω χορτάσει ακόμα”.
Ο Άγγελος Πατσιάς, μαζί με τους υπόλοιπους δασκάλους του σχολείου (την Κική Κούρτογλου, τη Γιούλη Μποσδελεκίδου, και το Γιάννη Μανωλακάκη) έχουν κάνει κάποιες αρκετά σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του σε σχέση με αυτά που προβλέπονται από τις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το πείραμά τους να ακουστεί πολύ πέρα από το Ρέθυμνο και την Κρήτη. Η προσπάθειά τους επαινέθηκε από την Υπουργό Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, ενώ ο Άγγελος Πατσιάς μίλησε γι’ αυτήν (και καταενθουσίασε το κοινό) στο πρόσφατο TEDxThessaloniki. Τον συνάντησα σε ένα εμπορικό κέντρο δίπλα στο υπουργείο παιδείας λίγες μέρες πριν τελειώσει η σχολική χρονιά, όπου είχε έρθει μαζί με τους μαθητές του για μια τελετή βράβευσης σχολικών ταινιών μικρού μήκους, και μιλήσαμε για το σχολείο, για τα παιδιά, και για το πώς μπορεί να μοιραστεί το «μικρόβιο» της καινοτομίας στην εκπαίδευση.
“Την πρώτη χρονιά ήμουν διευθυντής μεν, αλλά ήμασταν τρεις όλοι κι όλοι -την επόμενη χρονιά ήρθε και τέταρτος- κι έτσι στην πραγματικότητα μαζί αποφασίζαμε για όλα», μου είπε. «Πρώτα ξεκινήσαμε αλλάζοντας τη διαρρύθμιση των τάξεων, του χώρου δουλειάς μας. Μια ενιαία αίθουσα την κάναμε δυο τάξεις, βγάλαμε ντουλάπες, βάλαμε καναπέδες, κάναμε τέτοιες διακοσμητικές παρεμβάσεις, πριν αρχίσει η σχολική χρονιά”.
Στη συνέχεια, όμως, οι αλλαγές συνεχίστηκαν, και επεκτάθηκαν στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι τάξεις, στις δραστηριότητες εντός και εκτός διδακτικών ωρών, ακόμα και στο ίδιο το όνομα του σχολείου που άλλαξε, και έγινε «Το σχολείο της φύσης και των χρωμάτων».
Κάθε σχολείο πρέπει να σκορπά το μικρόβιό του. Ο καθένας να βάλει τη δικιά του ιδέα, να την προσαρμόσει, να δοκιμάσει, να αποτύχει, και άλλοι να την αντιγράψουν και να τη δοκιμάσουν στα δικά τους.
“Τις αλλαγές τις κάναμε σταδιακά, στην πορεία, μέσα στην τάξη, μαζί με τα παιδιά», λέει ο Πατσιάς. “Τις ώρες διδασκαλίες τις κανονίζαμε εμείς. Έχουμε κουδούνα για το διάλειμμα, και τη χτυπάμε όποτε νομίζουμε ότι πρέπει να σταματήσει το μάθημα, όχι μια συγκεκριμένη ώρα. Είχαμε δυο ευέλικτες ώρες την εβδομάδα, και σ’ αυτές βάλαμε τα μαθήματα επιλογής. Κάθε μαθητής μπορούσε να διαλέξει δύο μαθήματα επιλογής: Φωτογραφία, θέατρο, γυμναστική, χορό και εικαστικά/κατασκευές. Σε κάθε τάξη συμμετείχαν παιδιά κάθε ηλικίας – έτσι μπορεί ένα πρωτάκι να μάθαινε χορό μαζί με ένα εκτάκι ας πούμε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάναμε, επίσης, ήταν το Φουρφουράς TV”.
Το «Φουρφουράς TV» είναι ένα blog στο οποίο οι δάσκαλοι ανεβάζουν βιντεάκια που φτιάχνουν μαζί με τα παιδάκια, από τραγούδια και χορευτικά, μέχρι την ιστορία της Αιγύπτου, πειράματα φυσικής, και μηνύματα επικοινωνίας με άλλα σχολεία της Ελλάδας.
“Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να πάρουμε έγκριση από τους γονείς για την εμφάνιση των παιδιών τους στο βίντεο. Είχαμε στην αρχή τις αμφιβολίες μας βέβαια, αλλά το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό. Τα παιδάκια ένιωσαν ότι έχουν φωνή που μπορεί να ακουστεί. Ανέπτυξαν σχέσεις με άλλα σχολεία από όλη την Ελλάδα, κάτι αδιανόητο. Είναι πολύ σημαντικό να μάθουν τα παιδιά στην επικοινωνία και τη συνεργασία.»
Το σχολείο, δε, άνοιξε προς την κοινωνία και με έναν ακόμα τρόπο.
“Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν η στροφή προς τη φύση, το ότι δώσαμε έναν αγροτικό χαρακτήρα στο σχολείο. Θέλαμε τα παιδιά να έχουν έναν τέτοιο προσανατολισμό, να έχουν πρόσβαση σε τέτοιες δραστηριότητες».
Το σχολείο πλέον έχει έναν κήπο, δυο σκηνές όπου πρόσφατα τα παιδιά έκαναν “κατασκήνωση”, ενώ διάφοροι επισκέπτες έρχονται πότε πότε και τους μιλάνε για τις δουλειές τους, κάτι σαν πρώιμος επαγγελματικός προσανατολισμός. Έχει έρθει, μεταξύ άλλων, ένας μελισσοκόμος, ένας καπετάνιος, αγρότερες, κτηνοτρόφοι.
«Μακάρι να βάλουμε και το κοτέτσι που θέλουμε», λέει ο Πατσιάς.
Αν όλα αυτά θυμίζουν περισσότερο δραστηριότητες νηπιαγωγείου παρά τυπικού, αυστηρού σχολείου, ε, δεν είναι καθόλου τυχαίο.
“Επίτηδες κάνουμε μια στροφή προς το νηπιαγωγείο», λέει ο Πατσιάς. «Δυστυχώς η ύλη “κατεβαίνει προς τα κάτω”. Αυτό που μέχρι πρόσφατα ήταν ύλη πρώτης γυμνασίου τώρα είναι ύλη πέμπτης δημοτικού. Το μυαλό του παιδιού όμως δεν είναι έτοιμο. Μ’ αυτό τον τρόπο αναγκάζουμε το παιδί να μεγαλώσει πιο γρήγορα, να ωριμάσει πιο γρήγορα. Είναι παιδιά, πρέπει να παίξουνε ποδόσφαιρο, να λερωθούνε”.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, τα παιδιά ξεκίνησαν να κάνουν και περισσότερες εκπαιδευτικές εκδρομές.
«Μια φοβερή εμπειρία ήταν όταν πήραμε τα παιδιά και τα πήγαμε στο Πανεπιστήμιο στο Ηράκλειο για να παρακολουθήσουμε μια τηλεδιάσκεψη», θυμάται ο δάσκαλός τους. «Μαζεύονταν παιδιά από πολλά σχολεία σε μια αίθουσα με μικρόφωνα και κάμερες και μιλούσαν με παιδιά από άλλα σχολεία της Ελλάδας. Ήταν κάτι το καταπληκτικό. Το μάθημα που πήραν από αυτή την εμπειρία δεν συγκρίνεται με τίποτα. Εγώ είδα πανεπιστήμιο πρώτη φορά στα 18 μου. Αυτά είδαν στα 8 τους. Έμαθαν ότι το μεγάλο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου χωράει μέσα όλο το χωριό τους και άλλο μισό επιπλέον. Είδαν για πρώτη φορά στη ζωή τους μαύρο άνθρωπο, μια φοιτήτρια. Αμέσως γύρισαν και με κοίταξαν. Η συζήτηση που έγινε μετά δεν αναπληρώνεται με ένα μάθημα γεωγραφίας σε μια τάξη. Ένας άνθρωπος τους έδειξε όλη τη γεωγραφία του κόσμου. Εκεί είναι που χτυπάς και το ρατσισμό. Αφήνουμε τα παιδιά έρμαια της τηλεόρασης, της παραπληροφόρησης και ακραίων απόψεων που μπορεί να έχουν κάποιοι γονείς. Βεβαίως, καταλαβαίνω και τον αντίλογο. Δεν μπορούν όλα τα σχολεία να είναι το ίδιο εξωστρεφή. Σε σχολεία των πόλεων δεν είναι εύκολο να βγάλεις τα παιδιά έξω. Αλλά δεν μπορούμε να χτίζουμε την εκπαίδευση βασισμένοι στο φόβο”.
Κάποια στιγμή την κουβέντα μας τη διέκοψε η κυρία Ντίνα από το Φουρφουρά, η οποία έκανε βόλτα στο εμπορικό κέντρο μαζί με τη κόρη της την Αλεξάνδρα, ένα γαλανομάτικο κουκλί. Η κυρία Ντίνα δεν ήταν ευχαριστημένη με τις γαστριμαργικές επιλογές του εμπορικού κέντρου. Τα παιδιά, οι δάσκαλοι και οι γονείς, πριν πάνε στο Υπουργείο Παιδείας για την τελετή βράβευσης, είχαν περάσει το πρωινό στην Ακρόπολη, κάνοντας βόλτα στο Μουσείο και τον Παρθενώνα.
«Υπάρχει ένα θέμα εδώ», μου εξήγησε μετά ο Άγγελος Πατσιάς. «Το μουσείο της Ακρόπολης είναι ένα καταπληκτικό Μουσείο. Αλλά ένα παιδάκι θέλει να τρέξει ανάμεσα στα αγάλματα, να απολαύσει το χώρο με μια καλή δραστηριότητα που καταλαβαίνει. Γιατί ποιο είναι το κέρδος που θα αποκομίσει από το μουσείο; Ασφαλώς υπάρχουν πρακτικά θέματα, αλλά τα παιδάκια δεν μπορούν να καταλάβουν την ιστορική βαρύτητα των εκθεμάτων. Η εμπειρία γι’ αυτά έχει άλλο περιεχόμενο. Μετά ανεβήκαμε στον Παρθενώνα, και οι μεγάλοι ήταν όλοι κατάπληκτοι με το μνημείο, αλλά τα παιδάκια δεν μπορούν να καταλάβουν την αξία της ιστορίας του. “Είναι παλιά”, τους λες, και δεν το καταλαβαίνουν καλά, “και η γιαγιά μου είναι παλιά” σου λένε. Δεν μπορείς να τους μεταδώσεις αυτό τον ενθουσιασμό. Ενθουσιάζονται με άλλα πράγματα, δικά τους. Με τη θέα της Αθήνας, ή με τους Κινέζους τουρίστες. Ο δάσκαλος που τα συνοδεύει πρέπει να είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό, και να τους προσφέρει την καλύτερη δυνατή εμπειρία. Η κυρία Ειρήνη, υπεύθυνη του Αρχαιολογικού Μουσείου στο Ρέθυμνο, που είναι καταπληκτική, έχει καταλάβει ακριβώς αυτό. Απομυθοποιεί το μουσείο για τα παιδιά. Τα πηγαίνουμε εκεί και τα βάζει να χορεύουν και να κάνουν παντομίμες μέσα στο μουσείο”.
Ακούγοντας τον Άγγελο Πατσιά να μιλάει αποκτά κανείς την εντύπωση πως πρόκειται για κάποιον με βαθύ θεωρητικό υπόβαθρο, έμπειρο γνώστη στα θέματα της μοντέρνας εκπαίδευσης. Αλλά ο Άγγελος είναι απλά ένας απόφοιτος του Παιδαγωγικού της Ξάνθης, που τέσσερα χρόνια πριν διορίστηκε δάσκαλος στο Ρέθυμνο.
“Όλες τις αλλαγές τις κάναμε διαισθητικά», μου λέει. «Τώρα έχω μπει σε διαδικασία να διαβάζω, να μαθαίνω περισσότερα. Αλλά μέχρι τώρα πορευόμαστε εκ του αποτελέσματος. Όταν απολαμβάνεις τη δουλειά, βλέπεις ότι τα παιδιά τα απολαμβάνουν, και μαθαίνουν ταυτόχρονα, καταλαβαίνεις ότι κάτι κάνεις σωστά”.
Και η απορία που προκύπτει, βεβαίως, είναι η εξής: Με ποιους τρόπους θα μπορούσαν οι πετυχημένες από τις αλλαγές αυτές να εφαρμοστούν καθολικά στα σχολεία πιο δομημένα;
“Θέλω να κάνω ένα πήδημα στο χρόνο για να δω πώς θα είναι τα παιδιά αυτά σε δεκαπέντε χρόνια. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα γίνουν καλοί άνθρωποι. Είμαι σίγουρος. Ας γίνουν ότι θέλουν. Μοντέλα, βοσκοί, αρκεί να τους βλέπει το χωριό και να λένε αυτοί είναι οι καλύτεροι χωριανοί”
“Νομίζω ότι είναι θέμα μικροβίου», μου λέει ο Άγγελος Πατσιάς. «Κάθε σχολείο πρέπει να σκορπά το μικρόβιό του. Ο καθένας να βάλει τη δικιά του ιδέα, να την προσαρμόσει, να δοκιμάσει, να αποτύχει, και άλλοι να την αντιγράψουν και να τη δοκιμάσουν στα δικά τους. Εγώ έχω κολλήσει την ασθένεια από το Νεκτάριο, ένα δάσκαλο που δουλεύει σε ένα σχολείο του Ρεθύμνου και έχει φτιάξει έναν κήπο για τα παιδιά. Εκεί αγωνίζεται, λερώνεται με τα παιδιά, πάει απογεύματα στο σχολείο για να τον φροντίσει. Το είδα αυτό και είπα, μ ’αρέσει. Αυτό πρέπει να κάνουμε, να βρίσκουμε καλύτερους τρόπους να μαθαίνουμε στα παιδιά. Ξεκινάς κατακλέβοντας όλες τις ιδέες. Ο δάσκαλος πρέπει να κλέβει, είναι το επάγγελμά του να κλέβει. Πας και βλέπεις έναν άλλο φωτισμένο δάσκαλο, και αντιγράφεις ό,τι κάνει. Γι’ αυτό νομίζω ότι το Ρέθυμνο έχει πολύ καλά σχολεία. Κυκλοφορούν ιδέες εκεί”.
Λίγες ημέρες μετά την κουβέντα μας, η σχολική χρονιά θα τελειώσει και στο Φουρφουρά με το παραδοσιακό θεατρικό. Μετά, ο Άγγελος Πατσιάς θα επιστρέψει στη Δράμα, από όπου κατάγεται, και θα παντρευτεί για δεύτερη φορά τη γυναίκα του (έχουν ήδη κάνει πολιτικό γάμο, τώρα θα κάνουν και θρησκευτικό). Αλλά δεν θα περιμένει τη νέα σχολική χρονιά για να επιστρέψει στο Φουρφουρά. Αρχές Αυγούστου θα είναι πίσω, για να δει τι αλλαγές χρειάζονται στο σχολείο. Και σκέφτεται ήδη νέες ιδέες.
“Χτες στο καράβι που μας έφερε εδώ συναντήσαμε ένα σχολείο από τα Χανιά. Ε, το βράδυ είχε ξαπλώσει όλη η τάξη στο πάτωμα και κοιμόταν στρωματσάδα, οι δάσκαλοι γύρω γύρω και τα παιδιά στη μέση. Το ζήλεψα πάρα πολύ. Ήταν τέλειο. Πόσο καλό δέσιμο. Τα παιδιά πρέπει μέσα σε κάποια πλαίσια να απομυθοποιούν το δάσκαλό τους. Τον έχουν δει να ξαπλώνει, να μυρίζουν οι κάλτσες του μαζί με τις δικές τους, πώς δεν θα τον ακούσουν σ’ αυτά που θα τους πει μετά; Είναι άλλης μορφής δέσιμο που αποκτάς με το παιδί έτσι. Τώρα πρέπει να σκεφτώ πώς θα κανονίσουμε κι εμείς στρωματσάδα”.
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα, κι αφού του εξηγήσω πώς από το σταθμό Νερατζιώτισσα θα φτάσει στο σταθμό Νομισματοκοπείο, τον ρωτάω για τους λόγους για τους οποίους κάνει αυτή τη δουλειά. Μου λέει τρία πράγματα.
“Στο σημείο που έχουμε φτάσει η δουλειά που κάνουμε είναι εθελοντισμός. Όταν σκέφτεσαι τις βενζίνες, τα χιλιόμετρα, σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγεις. Αλλά η δουλειά μας είναι λειτούργημα. Δουλεύουμε για τα παιδιά. Και στο χωριό έχουμε φανταστικά παιδιά. Τα χαίρομαι, μ’ αρέσουν, τι να πω. Φανταστικά παιδιά. Άμα τα χτίσεις με ευγένεια και εξωστρέφεια θα χτίσουν ένα νέο κόσμο”.
“Θέλω να κάνω ένα πήδημα στο χρόνο για να δω πώς θα είναι τα παιδιά αυτά σε δεκαπέντε χρόνια. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα γίνουν καλοί άνθρωποι. Είμαι σίγουρος. Ας γίνουν ότι θέλουν. Μοντέλα, βοσκοί, αρκεί να τους βλέπει το χωριό και να λένε αυτοί είναι οι καλύτεροι χωριανοί”.
“Εγώ τους θυμάμαι τους δασκάλους μου. Είχα την κυρία Στέλλα στην πρώτη και τη δευτέρα, τον κύριο Πασχάλη στην πέμπτη και την έκτη. Μετά από κάποια ηλικία δεν θυμάσαι γιατί τους αγαπάς τους δασκάλους σου. Εμένα θα με θυμούνται;”
Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το Θοδωρή Γεωργακόπουλο.